φασκία

φασκία
φασκία, , = Lat.
A fascia, bandage, strip, Sor.1.56, Poll.2.166, Dura4 93 (iii A.D.), Edict.Diocl.28.37 ([full] φασκίνια Geronthr.),38, BGU814.10 (iii A. D.):—hence [full] φασκιόω, bind with bandages, Dsc.Eup.2.69 (v.l.), Cyran.55.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φασκία — φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc/acc dual φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίᾳ — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκία — ἡ, ΜΑ βλ. φασκιά …   Dictionary of Greek

  • φασκιά — η / φασκία, ΝΜΑ πλατιά λωρίδα από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, σπάργανο νεοελλ. ναυτ. μορφή περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση ζώων και σάκων αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῑοι… …   Dictionary of Greek

  • φασκιά — η (λ. λατ.), πλατιά λουρίδα υφάσματος για το σπαργάνωμα των βρεφών, επίδεσμος: Τύλιξε το παιδί με τις φασκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασκίας — φασκίᾱς , φασκία fascia fem acc pl φασκίᾱς , φασκία fascia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίαι — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίαν — φασκίᾱν , φασκία fascia fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκιῶν — φασκία fascia fem gen pl φασκιόω fascia pres part act masc voc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act masc nom sg φασκιόω fascia pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίαις — φασκία fascia fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίδιον — τὸ, Μ [φασκία] υποκορ. τ. τού φασκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”